Pintura y poesía

Pintura y poesía

jueves, 28 de noviembre de 2019

Γ. Ρίτσος (). Ρωμιοσυνη (Grecidad). απόσπασμα (fragmento).


ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ (MOLON LABE)
“Ven y tómalas”
 Palabras atribuidas por Plutarco a Leonidas I, antes de la batalla de las Termópilas 
ante la demanda del ejército enemigo de deponer las armas.
Monumento a Leonidas I en el sitio de la batalla de las Termópilas. 

Poema dedicado por Yannis Ritsos a los combatientes contra la ocupación nazi en la II guerra mundial.

Ρωμιοσυνη

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους - έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γενεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

Ρωμιοσύνη Ι (απόσπασμα)

Grecidad

Estos árboles no se avienen a tener menos cielo,
estas piedras no se avienen a estar bajo pasos de otros,
estos rostros no se avienen más que al sol, estos
corazones no se avienen más que a la justicia.

Este paisaje es duro como el silencio,                 
aprieta en su seno sus incandescentes piedras,
aprieta contra la luz sus huérfanos olivos y sus vides,
aprieta los dientes. No hay agua. Tan solo luz.        
El camino se pierde en la luz y la sombra de la valla es hierro.
Se han convertido en mármol los árboles, los ríos y
las voces entre la cal del sol.                                            
Las raíces tropiezan en el mármol. Los arbustos polvorientos.
La mula y la roca. Jadean. No hay agua.          
                                                                              
Todos tienen sed. Hace años ya. Todos mastican un
bocado de cielo por encima de su amargura.         
Sus ojos están enrojecidos por el insomnio,           
una profunda arruga incrustada entre sus cejas
como un ciprés entre dos montes al ponerse el sol.

Su mano está pegada al fusil                                         
el fusil es continuación de su mano                             
su mano es continuación de su alma - tienen sobre los labios la ira
y tienen una pena en lo más profundo de sus ojos
como una estrella en una poza de sal.

Cuando estrechan la mano, el sol está asegurado para el universo
cuando sonríen, una pequeña golondrina escapa de entre su ruda barba
cuando duermen, doce estrellas caen de sus vacíos bolsillos
cuando les dan muerte, la vida enfila la cuesta arriba con banderas y tambores.

Grecidad I (fragmento)

Γ. Ρίτσος, Yannis Ritsos (Grecia, 1909 - 1990)

No hay comentarios:

Publicar un comentario

Gracias por comentar. Tu comentario será leído y publicado pronto.